Να πω κάτι θέλω σαν εξομολόγηση, απλώς να το γράψω, να φύγει από μέσα μου.
Ή έστω να μοιραστώ την νοσταλγία, την θλίψη και τον φόβο μου.
Ή έστω να μοιραστώ την νοσταλγία, την θλίψη και τον φόβο μου.
Είναι τώρα κάτι μήνες που σε κάθε μου δεύτερη κουβέντα μου
βγαίνει ένα «θέλω να φύγω» και μαζί με αυτό το «θέλω να φύγω», με συνταράσσει
νοσταλγία για το σπίτι μου.
Το αστείο είναι πως δεν έχω σπίτι. Δεν έχω το δικό μου
σπίτι...
Το μητρικό σπίτι δεν το ένιωσα και ποτέ σπίτι μου, το πατρικό σπίτι πέρασε στα χέρια του αδερφού κι από κει στον καθημερινό εκβιασμό της τράπεζας.
Έμενα στο νοίκι όλη μου την ενήλικη ζωή και κάθε ένα από αυτά τα σπίτια με κόπο το έκανα δικό μου σπίτι.
Κι ύστερα ήρθε η κρίση, τα μνημόνια κι η εξορία.
Το μητρικό σπίτι δεν το ένιωσα και ποτέ σπίτι μου, το πατρικό σπίτι πέρασε στα χέρια του αδερφού κι από κει στον καθημερινό εκβιασμό της τράπεζας.
Έμενα στο νοίκι όλη μου την ενήλικη ζωή και κάθε ένα από αυτά τα σπίτια με κόπο το έκανα δικό μου σπίτι.
Κι ύστερα ήρθε η κρίση, τα μνημόνια κι η εξορία.
Κι όλοι φύγαμε! Έφυγαν οι φίλοι μου, έφυγαν συγγενείς,
έφυγαν γειτόνοι, έφυγα κι εγώ.
Έμεινε ο μπαμπάς και το σπίτι να σκονίζονται και να αραχνιάζουν.
Τα έπιπλά μου, τα βιβλία μου – αν δεν τα έφαγαν τα ποντίκια
στην αποθήκη –
τα πράγματά μου, ακόμα και τα ρούχα μου είναι στην Ελλάδα.
Μοιρασμένα σε δυο σπίτια, στου αδερφού και στο εξοχικό των μελλοντικών πεθερικών.
Κανένα τους δεν είναι δικό μου κι όμως τα νιώθω κι τα δυο οικεία.
Έχω ζήσει μέσα τους κι έχω να θυμάμαι, παραμένω όμως επισκέπτρια τους, κομμάτια μου είναι εκεί, αλλά όχι εγώ όλη.
Μοιρασμένα σε δυο σπίτια, στου αδερφού και στο εξοχικό των μελλοντικών πεθερικών.
Κανένα τους δεν είναι δικό μου κι όμως τα νιώθω κι τα δυο οικεία.
Έχω ζήσει μέσα τους κι έχω να θυμάμαι, παραμένω όμως επισκέπτρια τους, κομμάτια μου είναι εκεί, αλλά όχι εγώ όλη.
Δεν θέλω να μιλήσω για τα υλικά, αλλά για μένα, για την ψυχή μου που έμεινε πίσω στην Ελλάδα. Άστεγη ψυχή, μα δεν την νοιάζει, της αρκεί να είναι εκεί, στα άγια χώματα, να τριγυρνάει στις θάλασσες και τα βουνά.
Να πάω σπίτι μου θέλω και σπίτι δεν έχω!
Κι αυτό το σπίτι εδώ, το ζω κάθε μέρα, το φροντίζω κάθε μέρα, δικό μου μα ξένο.
Κι αυτή η χώρα, η ξένη χώρα, ξένη θα μένει πάντα. Όσο
κρατήσει αυτό το πάντα. Πόσο θα κρατήσει αυτό πάντα;;;
Εσάς ρωτάω! Πόσο θα μας κρατάτε μακρυά από την γη μας;
Πόσο θα πληρώνουμε τους φόβους σας, το βόλεμά σας;
Μισό εκατομμύριο Έλληνες νέας γενιάς έφυγαν μετανάστες!
Μισό εκατομμύριο νέα παιδιά, στην πιο δημιουργική τους ηλικία. Στα 10 εκατομμύρια ψυχές που είμαστε όλοι μας, το μισό εκατομμύριο, ισούται με μια γενοκτονία.
«Τα εδώ», μου έγραψε χθες η Δήμητρα «δεν είναι για να τα σκέφτεσαι. Όλο για success story ακούμε αλλά η πραγματικότητα είναι πως μήνα με το μήνα η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολη...»
Και δεν είναι πως δεν ξέρω... δεν είναι πως δεν θυμάμαι... Και να ‘θελα δεν ξεχνιέται!
Είναι όμως τόσα πολλά, τόσα άλλα, η Πατρίδα μου... Τόσα πέρα τα μνημόνια, τα μεσοπρόθεσμα, τους πουλημένους πολιτικούς και τους ανάξιους πολίτες.
Είναι η θάλασσα, ο αέρας, η μυρωδιά της γης. Πουθενά δεν θα βρεις αυτή την μυρωδιά του πεύκου, μαζί με ρίγανη και αγριολούλουδα και ζά (ζώα) που βόσκουν στην άκρη του δρόμου.
Πουθενά ο ήλιος δεν είναι τόσο λαμπερός, τόσο σκληρό το φως του...
Πουθενά το βουνό δεν είναι τόσο αδάμαστο και ταυτόχρονα προσβάσιμο...
Κακά τα ψέματα, πουθενά δεν είναι σαν την Ελλάδα κι ούτε φέτος θα την δω...
Έστω και χωρίς σπίτι... σπίτι μου είναι η ίδια χώρα και τρέμω κάθε μέρα για το αν θα μείνει τίποτε όρθιο, τίποτε ακόμα δικό μας ή θα τα ξεπουλήσουν οι Έλληνες για να κρατήσουν λίγο ακόμα τις συντάξεις και τους ψευτόμισθούς τους.
Ίσως τούτη η ανάρτηση να ταίριαζε καλύτερα σε άλλο ιστολόγιο κι όχι στο βελονάκι, αλλά ανεχτείτε με κι αν δεν μπορείτε απλώς αγνοήστε με .
No comments:
Post a Comment